- άμυστις
- ἄμυστις (-ιος και -ιδος), η (Α)1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί.ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω].
Dictionary of Greek. 2013.